- διαμοιρασμός
- ο και διαμοίραση, η [διαμοιράζω]χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμοιρασμός — ο το μοίρασμα των μεριδίων, η διανομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμερισμός — ο (AM διαμερισμός) [διαμερίζω] κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός αρχ. ασυμφωνία, έχθρα … Dictionary of Greek
διαμοίραση — η βλ. διαμοιρασμός … Dictionary of Greek